- ψηφοφόρου
- (ε) αμετ.1) голосовать; 2) иметь право голоса, быть избирателем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σημείωμα — το, ΝΜΑ [σημειῶ, ώνω] σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών νεοελλ. 1. σημείωση 2. λιγόλογο γράμμα, πρόχειρη επιστολή 3. σύντομο έγγραφο, υπόμνημα που απευθύνεται σε δημόσια αρχή 4. παρατήρηση γραμμένη στο περιθώριο τής σελίδας ή κάτω από το… … Dictionary of Greek